Στον πυρήνα του Εθνικού Δρυμού Αίνου σύμφωνα με τη μελέτη του Φορέα Διαχείρισης Ε.Δ. Αίνου με τίτλο: “Εφαρμογή Συστήματος Παρακολούθησης και Αξιολόγησης Οικολογικής Κατάστασης Τύπων Οικοτόπων (Οδηγία 92/43/ΕΕ)” που εκπόνησε το Πανεπιστήμιο Πατρών με επιστημονικό υπεύθυνο τον Καθ. κ. Θ. Γεωργιάδη, το έτος 2009, προέκυψαν και περιγράφηκαν 7 τύποι οικοτόπων. Από τους οικοτόπους αυτούς 4 περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και 3 αναφέρονται στα εγχειρίδια Corine Biotope & Paleoartic Habitat Classification. Οι οικότοποι που αναγνωρίστηκαν περιγράφονται συνοπτικά παρακάτω:
Δάση ελληνικής Ελάτης (Abies cephalonica) (951Β)
Ο συγκεκριμένος τύπος οικοτόπου είναι ο μεγαλύτερος σε έκταση και ο σημαντικότερος από οικολογική άποψη στην περιοχή του Εθνικού Δρυμού. Καταλαμβάνει έκταση 2.190 ha και αντιπροσωπεύει το 77% των οικοτόπων της περιοχής μελέτης. Στη χλωριδική σύνθεση του οικοτόπου συμμετέχουν τα είδη: Abies cephalonica, Scilla nivalis, Cyclamen hederifolium, Anemone blanda, Corydalis densiflora, Saxifraga chrysoslenifolia., Paeonia mascula subsp. russi κλπ. τα οποία αποτελούν και τα χαρακτηριστικά του οικοτόπου.Το ελατοδάσος εξαπλώνεται από το υψόμετρο των 800 m περίπου μέχρι σχεδόν την κορυφή του Αίνου σε υψόμετρο 1.600 m. Στα χαμηλότερα υψόμετρα (μέχρι τα 1.100-1.200 m) κάτω από τον δενδρώδη όροφο της Abies cephalonica, αναπτύσσεται αραιός θαμνώδης υπόροφος κυρίως με Quercus coccifera. Η δομή του ελατοδάσους είναι σε πολλά σημεία πυκνή με φυτοκάλυψη που προσεγγίζει το 100% και με την Abies cephalonica να ξεπερνά τα 20 m σε ύψος αλλά υπάρχουν και αρκετές θέσεις όπου το ελατοδάσος είναι πιο υποβαθμισμένο και αραιό. Η αναγέννηση της ελάτης επίσης ποικίλει αρκετά και είναι ικανοποιητική κατά τόπους, αλλά υπάρχουν και πολλές περιοχές στις οποίες είναι πολύ μικρή έως ανύπαρκτη. Στο γειτονικό Ρούδι το ελατοδάσος καλύπτει κυρίως το κεντρικό και δυτικό τμήμα του όρους. Εδώ οι συστάδες της Abies cephalonica ξεκινούν κάτω από τα 700 m υψόμετρο και εξαπλώνονται μέχρι τα υψηλότερα σημεία του όρους στα 1.100 m περίπου. Πρόσφατα (Phitos & Katsouni, 2011) εκτός της Abies cephalonica, κυρίαρχο είδος του Εθνικού Δρυμού, ευρεθηκαν και λίγα άτομα της Pinus nigra G.F. Arnold στις Β.Δ. πλαγιές (υψόμετρο περίπου 1.200 m) του ¨Όρους Αίνος. Στα χαμηλότερα υψόμετρα (περίπου μέχρι τα 800 m) κάτω από τον δενδρώδη όροφο της Abiescephalonica, αναπτύσσεται πυκνός υπόροφος αειφύλλων πλατυφύλλων με Arbutus unedo, A.andrachne, Quercus coccifera, Q. ilex, και Phillyrea latifolia. Στα μεγαλύτερα υψόμετρα, ο θαμνώδης υπόροφος στον οποίο συμμετέχουν τα είδη Crataegus monogyna και Q. coccifera είναι πιο αραιός. Η δομή του ελατοδάσους επίσης ποικίλει και είναι πολύ πυκνή (κυρίως στο δυτικό τμήμα του Ρουδίου) ενώ στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα του όρους το ελατοδάσος είναι αραιό και υποβαθμισμένο. Ομοίως η αναγέννηση της ελάτης είναι ικανοποιητική στις θέσεις που το ελατοδάσος είναι πυκνό αλλά ουσιαστικά είναι ανύπαρκτη στις αραιές και υποβαθμισμένες συστάδες.
Ελληνικά δάση Πρίνου (934Α)
Αυτός ο τύπος οικοτόπου περιλαμβάνει τους υψηλούς δενδρώδεις θαμνώνες με Quercus coccifera. Η βλάστηση αυτών των συστάδων αποτελείται από υψηλά άτομα Q. coccifera (2-6 m) ενώ μικρή είναι η συμμετοχή άλλων θαμνωδών ειδών (Phillyrea latifolia). Επίσης ο ποώδης υπόροφος είναι πολύ πτωχός. Το Quercus coccifera είναι ένα είδος με ισχυρή αναγεννητική ικανότητα, το οποίο μπορεί να ανθίσταται στις ανθρώπινες επιδράσεις (πυρκαγιές, βόσκηση). Στις περισσότερες περιπτώσεις η συχνότητα και η ένταση των επιδράσεων αυτών καθορίζει την δομή των θαμνώνων αυτών. Ο συγκεκριμένος τύπος οικοτόπου έχει υπολειμματικό χαρακτήρα και καταλαμβάνει μικρές εκτάσεις στο Ρούδι σε υψόμετρα 650-900 m. Καταλαμβάνει έκταση 11 ha και αντιπροσωπεύει το 0,4% των οικοτόπων της περιοχής μελέτης. Τα χαρακτηριστικά είδη διάκρισης του οικοτόπου είναι τα: Quercus coccifera, Phillyrea latifolia, Smilax aspera, Rupia peregrina, Asparagus acutifolius.
Δάση Αριάς Quercus ilex (9340)
Ο συγκεκριμένος τύπος οικοτόπου αφορά τους μεσο-μεσογειακούς θαμνώνες στους οποίους κυριαρχούν τα Arbutus unedo και Quercus ilex. Στη σύνθεση του θαμνώδους ορόφου συμμετέχουν επίσης σε μικρότερο βαθμό τα Q. coccifera, Erica arborea, Pistacia terebinthus, Arbutus andrachne, Phillyrea latifolia κλπ. Ο ποώδης υπόροφος είναι πτωχός αλλά στις πιο ανοικτές θέσεις καθώς και στα όρια των συστάδων αναπτύσσονται αρκετά φρυγανικά είδη (Cistus creticus, Cistus salviifolius, Anthyllis hermanniae κλπ). Οι παραπάνω θαμνώνες είναι σχετικά υψηλοί (1,5-3 m) και αρκετά πυκνοί (σχεδόν αδιαπέραστοι σε πολλά σημεία). Καταλαμβάνουν έκταση 289 ha και αντιπροσωπεύουν το 10% των οικοτόπων της περιοχής μελέτης. Στον Αίνο καταγράφηκαν στη νότια πλαγιά του όρους ακριβώς κάτω από τις κεντρικές κορυφές σε υψόμετρο 800 – 1.000 m. Στο Ρούδι ο συγκεκριμένος τύπος οικοτόπου έχει μεγάλη έκταση και καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της βόρειας περιοχής του όρους. Εξαπλώνεται από τα 500 m υψομέτρου μέχρι τα 800 m όπου έρχεται σε μίξη με την κεφαλληνιακή ελάτη.
Ασβεστολιθικά βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση (8216)
Αυτός ο τύπος οικοτόπου περιλαμβάνει τις βραχώδεις εκτάσεις που καταλαμβάνουν ολόκληρη τη νότια ορθοπλαγιά των κεντρικών κορυφών του Αίνου. Η φυτοκάλυψη είναι πολύ μικρή και δεν ξεπερνάει το 5-10%. Καταλαμβάνει έκταση 60 ha και αντιπροσωπεύει το 2,1% των οικοτόπων της περιοχής μελέτης. Στη χλωριδική σύνθεση του οικοτόπου συμμετέχουν τα βραχόφιλα ποώδη είδη: Pterocephalus perennis, Campanula versicolor, Scutellaria rupestris subsp. cephalonica, Silene ionica, Carum multiflorum, Aubrieta deltoidea κλπ. Αυτά τα είδη αποτελούν και τα χαρακτηριστικά είδη προσδιορισμού του οικοτόπου. Στα χαλικώδη περιβάλλοντα που δημιουργούνται από τα θραύσματα των βράχων ή μεγάλων λίθων και σε επίπεδα ή με μικρές κλίσεις υποστρώματα σχηματίζει η Viola cephalonica έναν οικότοπο με χλωριδική σύνθεση διαφορετική από αυτή των βράχων και λιθώνων.
Βαλκανικοί λιθώνες (8140)
Ο συγκεκριμένος τύπος οικοτόπου απαντάται στην περιοχή του Αίνου και διακρίνεται περισσότερο από τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του και πολύ λιγότερο από τα χλωριδικά. Πρόκειται για έντονα διαβρωμένες εκτάσεις όπου οι ασβεστόλιθοι δημιουργούν μεγάλες σάρες, οι οποίες είναι από μέτρια ως αρκετά σταθεροποιημένες. Οι εκτάσεις αυτές βρίσκονται στα κατώτερα σημεία της νότιας ορθοπλαγιάς των κεντρικών κορυφών του Αίνου. Καταλαμβάνει έκταση 46 ha και αντιπροσωπεύει το 1,6% των οικοτόπων της περιοχής μελέτης. Τα φυτά που αναπτύσσονται στους συγκεκριμένους λιθώνες είναι ελάχιστα με πολύ μικρή φυτοκάλυψη. Στη χλωριδική σύνθεση συμμετέχουν τα είδη: Lamium garganicum subsp. Strictum, Scutellaria rupestris subsp. cephalonica, Cerastium candidissimum τα οποία θεωρούμε ως χαρακτηριστικά του οικοτόπου για την περιοχή.
Garrigues της Ανατολικής Μεσογείου (5340)
Με αυτόν τον τύπο οικοτόπου περιγράφεται η ανοικτή θαμνώδης βλάστηση αειφύλλων πλατυφύλλων που βρίσκεται σε μείξη με φρύγανα. Καταλαμβάνει έκταση 5.340 ha και αντιπροσωπεύει το 7,3% των οικοτόπων της περιοχής μελέτης. Στην περιοχή μελέτης πρόκειται συνήθως για αραιούς θαμνώνες με Quercus coccifera στους οποίους υπάρχει πολύ έντονη παρουσία του Phlomis fruticosa. Οι κοινότητες βόσκονται έντονα και αποτελούν στάδιο υποβάθμισης σκληρόφυλλων θαμνώνων. Εκτός από τα παραπάνω είδη στη σύνθεση της φυτοκοινότητας συμμετέχουν και άλλα είδη ανθεκτικά στη βόσκηση όπως τα Crataegus monogyna και Euphorbia rigida. Οι ανοικτές αυτές δομές ευνοούν την έντονη παρουσία πολλών ποωδών ειδών με πιο άφθονα τα Brachypodium retusum, Pteridium aquilinum, Bupleurum glumaceum, Festuca jeanpertii subsp. achaia κλπ. Ακόμα και οι υψηλότεροι θάμνοι είναι υπερβοσκημένοι και το ύψος τους σπάνια ξεπερνάει το 1,5 m. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην έκταση αυτού του τύπου οικοτόπου καταγράφηκαν και νανώδη υπερβοσκημένα άτομα κεφαλληνιακής ελάτης.
Σχηματισμοί με αρκεύθους (5210)
Ο συγκεκριμένος τύπος οικοτόπου χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τους θαμνώνες με Crataegus monogyna. Καταλαμβάνει έκταση 30 ha και αντιπροσωπεύει το 1,06% των οικοτόπων της περιοχής μελέτης. Στην περιοχή μελέτης δεν υπάρχουν άρκευθοι (Juniperus oxycedrus), ωστόσο οι συγκεκριμένοι σχηματισμοί που αποτελούν στάδιο υποβάθμισης ελατοδασών καταλαμβάνουν τον ίδιο αυξητικό χώρο, εμφανίζουν παρόμοια οικολογικά χαρακτηριστικά και μπορούν να ενταχθούν στον συγκεκριμένο τύπο οικοτόπου. Το κυρίαρχο είδος της συγκεκριμένης φυτοκοινότητας είναι το Crataegus monogyna, ενώ συχνά συμμετέχει στη σύνθεση και η Abies cephalonica με μικρή σταθερή παρουσία παρέχοντας ενδείξεις για την προέλευση αυτών των συστάδων. Στη βλάστηση επίσης συμμετέχουν και σκληρόφυλλα είδη (Quercus coccifera, Phillyrea latifolia) με μικρό βαθμό παρουσίας, φρύγανα (Phlomis fruticosa, Euphorbia rigida) αλλά και πολλά ποώδη είδη λόγω της ανοικτής δομής της βλάστησης. Το ύψος των θάμνων δεν ξεπερνάει τα 2 m. Οι συστάδες με C. monogyna καταλαμβάνουν σημαντική έκταση στην κεντρική περιοχή του Ρουδίου σε υψόμετρα 800-1.000 m.
Στο παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να δείτε το χάρτη Οικοτόπων του πυρήνα του Εθνικού Δρυμού Αίνου
Χάρτης Οικοτόπων Ε.Δ. Αίνου έτους 2009 (Χάρτης Φορέα Διαχείρισης Ε.Δ. Αίνου)